ΕΠΙΤΕΛΙΚΕΣ (Ή ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ) ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ: ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Γράφει η Μαρία (Μαριάννα) Βενιεράκη, MSc Ψυχολόγος
Όταν πηγαίνουμε για ψώνια στο σούπερ μάρκετ, συνήθως προγραμματίζουμε στο μυαλό μας τι θέλουμε να αγοράσουμε ή προετοιμάζουμε μια σχετική γραπτή λίστα. Έτσι, εξασφαλίζουμε ότι θα ψωνίσουμε όλα τα προϊόντα που θα χρειαστούμε, χωρίς να ξεχάσουμε κάτι σημαντικό ή να αγοράσουμε κάτι περιττό. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, μια λίστα, αποφεύγουμε τις παρορμητικές αγορές και δεν κινδυνεύουμε να ξοδέψουμε περισσότερα χρήματα από αυτά που έχουμε υπολογίσει. Η παραπάνω διαδικασία, η οποία έχει έναν συγκεκριμένο σκοπό, προϋποθέτει ορισμένες δεξιότητες επιτελικών λειτουργιών, όπως η οργάνωση, η ιεράρχηση προτεραιοτήτων, η συνεχής προσοχή και ο έλεγχος των παρορμήσεών μας, οι οποίες μας βοηθούν να ολοκληρώσουμε τις προγραμματισμένες αγορές μας εύκολα και γρήγορα.
Τι είναι οι επιτελικές λειτουργίες και ποια η σημασία τους;
Πολλές από τις γνωστικές μας λειτουργίες, όπως η αντίληψη, η ταχύτητα επεξεργασίας, η βραχύχρονη μνήμη, η ανάκληση, η ομιλία, η απλή αριθμητική κ.ά., θεωρούνται απλές, καθώς είναι αυτόματες και υπόκεινται ελάχιστα στον έλεγχό μας. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες, σύνθετες γνωστικές διαδικασίες, οι οποίες είναι συνειδητές και σκόπιμες, απαιτούν νοητική προσπάθεια και μας επιτρέπουν να επιδιώκουμε ενεργά τους καθημερινούς μας στόχους, όπως να κάνουμε τα ψώνια μας και τις δουλειές τού σπιτιού μας, να ολοκληρώνουμε τα καθήκοντά μας στο σχολείο ή την εργασία μας, να οργανώνουμε εξόδους και ταξίδια, να κάνουμε συζητήσεις ή να ελέγχουμε τον θυμό μας. Οι διαδικασίες αυτές είναι γνωστές ως επιτελικές (ή εκτελεστικές) λειτουργίες.
Αν και έχουν διατυπωθεί πολλοί ορισμοί, θα μπορούσαμε γενικά να πούμε ότι οι επιτελικές (ή εκτελεστικές) λειτουργίες (executive functions) είναι ένα σύνολο σύνθετων γνωστικών ή διανοητικών λειτουργιών που μας βοηθούν να ρυθμίζουμε και να οργανώνουμε τη σκέψη και την αντίληψή μας, και να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματα και την προσαρμοστική μας συμπεριφορά. Mας δίνουν τη δυνατότητα να καθορίσουμε έναν στόχο, να σχεδιάσουμε τις απαραίτητες ενέργειες ώστε να τον επιτύχουμε και να προβούμε στην εκτέλεσή τους. Στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, οι επιτελικές λειτουργίες μάς επιτρέπουν παράλληλα να παρακολουθούμε τον στόχο που έχουμε θέσει επιμένοντας σε αυτόν μέχρι την ολοκλήρωσή του, να επιλύουμε τυχόν προβλήματα, να αξιολογούμε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας και να προσαρμόζουμε γρήγορα και ομαλά τις συμπεριφορές μας στις νέες καταστάσεις, ώστε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Στο παραπάνω παράδειγμα με το σούπερ μάρκετ, φαίνεται πώς σε μια απλή καθημερινή περίσταση ο εγκέφαλός μας μπορεί να εκτελέσει όλες αυτές τις διεργασίες μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο.
Οι επιτελικές λειτουργίες είναι πρωταρχικής σημασίας για την καθημερινή μας διαβίωση, τη σωματική και ψυχική μας υγεία και την ψυχολογική, κοινωνική και επαγγελματική μας εξέλιξη. Είναι δε απαραίτητες για την ομαλή ένταξη των παιδιών στο νηπιαγωγείο, καθορίζοντας αποφασιστικά τη μετέπειτα σχολική τους πορεία, την ακαδημαϊκή τους πρόοδο και την αλληλεπίδρασή τους με τους συμμαθητές τους.
Οι επιτελικές λειτουργίες θεωρούνται το «σύστημα διαχείρισης του εγκεφάλου» και έχουν παρομοιαστεί με τον διευθύνοντα σύμβουλο μιας εταιρείας ή τον μαέστρο μιας ορχήστρας. Όπως ο διευθύνων σύμβουλος και ο μαέστρος οργανώνουν και συντονίζουν τα μέλη τής ομάδας τους, έτσι και οι επιτελικές λειτουργίες, μέσω ενός μηχανισμού που ονομάζεται επιτελικός (ή εκτελεστικός) έλεγχος, παρακολουθούν, ελέγχουν, ρυθμίζουν, οργανώνουν και συντονίζουν τις βασικές γνωστικές λειτουργίες που απαιτούνται για την επίτευξη ενός στόχου. Επίσης έχουν παρομοιαστεί με τον πύργο ελέγχου ενός αεροδρομίου, που παρακολουθεί και ελέγχει την κυκλοφορία των αεροσκαφών. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι αυτός ο διαχωρισμός μεταξύ επιτελικών και βασικών γνωστικών λειτουργιών δεν είναι ευρέως αποδεκτός, καθώς θεωρείται ότι πολλές διεργασίες των επιτελικών λειτουργιών αλληλεπικαλύπτονται με τομείς των βασικών γνωστικών λειτουργιών. Ως εκ τούτου, ο όρος «επιτελικές λειτουργίες» χρησιμοποιείται συχνά σαν όρος «ομπρέλα», που ενσωματώνει πολλές διαφορετικές αλληλοσχετιζόμενες γνωστικές διεργασίες.
Οι επιτελικές λειτουργίες εδράζονται κατεξοχήν στους μετωπιαίους λοβούς τού εγκεφάλου και κυρίως στον προμετωπιαίο φλοιό, καθώς και στις γύρω συνδεόμενες περιοχές. Κάθε φορά που χρησιμοποιούμε κάποιες από τις λειτουργίες αυτές, ενεργοποιούνται συγκεκριμένα εγκεφαλικά δίκτυα, τα οποία συνεργάζονται μεταξύ τους και παράγουν συγκεκριμένες συμπεριφορές που μας οδηγούν στην επίτευξη του στόχου μας. Αναπτύσσονται δε σταδιακά μέσα από τις εμπειρίες μας και πολλή εξάσκηση, και με διαφορετικό τρόπο στον καθένα, από τη βρεφική ηλικία έως την ενηλικίωση, με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη να παρατηρείται στην ηλικία των 3-5 ετών, την εφηβεία και τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, ενώ αρχίζουν να φθίνουν στις αρχές τής όψιμης φάσης τής ενήλικης ζωής.
Ποιες δεξιότητες περιλαμβάνουν οι επιτελικές λειτουργίες;
Στη βιβλιογραφία περιγράφονται διάφορες δεξιότητες που περιλαμβάνονται στις επιτελικές λειτουργίες, αλλά τρεις είναι εκείνες που θεωρούνται οι κύριες και οι οποίες προϋποθέτουν σε ένα βαθμό η μία την άλλη: ο ανασταλτικός έλεγχος, η εργαζόμενη μνήμη και η γνωστική ευελιξία. Αναλυτικότερα:
- Ο ανασταλτικός έλεγχος μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε προτού ενεργήσουμε, να αντιστεκόμαστε στις παρορμήσεις μας και να εξετάζουμε τις συνέπειες, χρησιμοποιώντας τη λογική και τις εμπειρίες τού παρελθόντος. Επίσης, μας βοηθά να αγνοούμε τις πληροφορίες που δεν σχετίζονται με το έργο που εκτελούμε εκείνη τη στιγμή, διατηρώντας την προσοχή μας σε αυτό και ελέγχοντας τα συναισθήματα που παρεμβάλλονται. Έτσι, μας διευκολύνει να συγκρατηθούμε από το να διακόψουμε κάποιον που μιλά ή από το να του πούμε κάτι που μπορεί να τον προσβάλει, να μη φάμε κάτι που δεν επιτρέπεται ενώ βρισκόμαστε σε δίαιτα, να μην ασχολούμαστε με το κινητό μας ενώ μελετάμε ή εργαζόμαστε, να παραμείνουμε καθιστοί στη διάρκεια μιας διάλεξης κ.λπ.
- Η εργαζόμενη μνήμη (ακουστική και οπτικοχωρική) αναφέρεται στη δεξιότητά μας να διατηρούμε ακουστικές ή οπτικές πληροφορίες στον νου μας για σύντομο χρονικό διάστημα, να τις επεξεργαζόμαστε νοερά και να τις χρησιμοποιούμε ενώ εκτελούμε μια πολύπλοκη νοερή εργασία. Για παράδειγμα, χρησιμοποιούμε την εργαζόμενη μνήμη μας όταν σε μια συζήτηση θυμόμαστε τι έχει ειπωθεί και το επεξεργαζόμαστε ώστε να απαντήσουμε ή να πούμε τη γνώμη μας, όταν κρατάμε στο μυαλό μας μια πληροφορία (π.χ. τον αριθμό ενός τηλεφώνου) μέχρι να βρούμε χαρτί και μολύβι για να τη σημειώσουμε, όταν εκτελούμε μια συνταγή μαγειρικής που έχουμε διαβάσει ή όταν υπολογίζουμε νοερά το κόστος τον αγορών μας στο σούπερ μάρκετ. Είναι δε πολύ σημαντική για τη μάθηση, καθώς μέσα στη σχολική τάξη οι μαθητές καλούνται να συγκρατούν διαρκώς πληροφορίες στο μυαλό τους ενώ εκτελούν ένα γνωστικό έργο (π.χ. τις οδηγίες του δασκάλου, τα βήματα μιας άσκησης, τα κρατούμενα των αριθμητικών πράξεων κ.λπ.).
- Η γνωστική ευελιξία βασίζεται στον ανασταλτικό έλεγχο και την εργαζόμενη μνήμη, και μας επιτρέπει να σκεφτόμαστε περισσότερα από ένα πράγματα κάθε φορά, να εξετάζουμε ένα θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες βρίσκοντας περισσότερες από μία λύσεις/απαντήσεις και να μετατοπίζουμε την προσοχή μας από το ένα ερέθισμα στο άλλο, προσαρμόζοντας τις σκέψεις και τις ενέργειές μας στις αλλαγές και τις απαιτήσεις των καταστάσεων που μεταβάλλονται. Ένα παιδί χρησιμοποιεί την γνωστική ευελιξία όταν μοιράζεται τα παιχνίδια του, ένας μαθητής όταν λύνει μια άσκηση στα μαθηματικά με δύο διαφορετικούς τρόπους, ένας οδηγός όταν επιλέγει μια άλλη διαδρομή επειδή ο δρόμος είναι κλειστός, μια οικογένεια όταν αλλάζει το πρόγραμμά της επειδή κάποιο από τα μέλη της αρρώστησε, ένας ταξιδιώτης όταν προσαρμόζεται στις τοπικές συνήθειες μιας ξένης χώρας κ.λπ.
Οι παραπάνω, ανώτερης τάξης, επιτελικές λειτουργίες χρησιμοποιούν ταυτόχρονα πολλαπλές άλλες, βασικές επιτελικές λειτουργίες, μερικές από τις οποίες είναι οι εξής:
- Ο σχεδιασμός: αναφέρεται στη δεξιότητά μας να καταρτίζουμε ένα σχέδιο δράσης για να επιτύχουμε έναν στόχο, επιλέγοντας τις κατάλληλες πληροφορίες.
- H ιεράρχηση προτεραιοτήτων: μας επιτρέπει να θέτουμε προτεραιότητες, διακρίνοντας ανάμεσα στο «τι πρέπει να κάνουμε», «τι μπορούμε να κάνουμε» και «τι θέλουμε να κάνουμε».
- Η αυτοοργάνωση: αφορά στη συστηματική οργάνωση και παρακολούθηση της σκέψης μας, του χρόνου μας, του χώρου μας και των υλικών που χρειαζόμαστε κάθε φορά, ώστε να μπορούμε να έχουμε τάξη και συνέπεια στο παιχνίδι και την εργασία μας.
- Η αυτοκινητοποίηση και η έναρξη εργασίας: μας δίνουν τη δυνατότητα να ξεκινάμε αυτόνομα μια νέα εργασία, ακόμα και όταν δεν μας αρέσει, και να την ολοκληρώνουμε χωρίς να την αναβάλλουμε, παραμένοντας συγκεντρωμένοι σε αυτή.
- Ο αυτοέλεγχος: είναι η δεξιότητα που μας βοηθά να σκεφτόμαστε προτού ενεργήσουμε, να αναγνωρίζουμε τα λάθη μας μαθαίνοντας από αυτά και να προσαρμόζουμε ανάλογα τη συμπεριφορά μας.
- Ο συναισθηματικός αυτοέλεγχος: μας δίνει τη δυνατότητα να κατανοούμε, να αποδεχόμαστε και να ρυθμίζουμε κατάλληλα τα συναισθήματά μας.
- Η συντηρούμενη προσοχή: μας επιτρέπει να συγκεντρωνόμαστε και να διατηρούμε την προσοχή μας σε ένα έργο μέχρι να το ολοκληρώσουμε.
- Η επιμονή: μας βοηθά να παραμένουμε στο καθήκον μας αγνοώντας τις προκλήσεις.
- Η διαχείριση του χρόνου: αναφέρεται στη δεξιότητά μας να προγραμματίζουμε τους στόχους μας βήμα-βήμα και να υπολογίζουμε τον χρόνο που θα χρειαστούμε για να τους ολοκληρώσουμε εγκαίρως.
- Η αναβολή της ικανοποίησης: μας βοηθά να περιμένουμε έως ότου ολοκληρώσουμε το έργο που έχουμε αναλάβει προκειμένου να λάβουμε ικανοποίηση ή κάποια ανταμοιβή.
- Η μετατόπιση: μας επιτρέπει να μετατοπίζουμε συνειδητά και γρήγορα την προσοχή μας από το ένα ερέθισμα στο άλλο, από τη μια ενέργεια στην άλλη κ.ο.κ.
- Η μεταγνώση: είναι η δεξιότητά μας για αυτογνωσία αναφορικά με τη σκέψη μας. Μας βοηθά να παρατηρούμε πώς επιλύουμε προβλήματα και να γνωρίζουμε τι ξέρουμε και τι δεν ξέρουμε.
Κατά καιρούς, έχουν προταθεί διάφορα μοντέλα οργάνωσης των επιτελικών λειτουργιών, κάποια από τα οποία τις προσεγγίζουν ως μία ενιαία κατηγορία και κάποια άλλα τις διαχωρίζουν σε επιμέρους αλλά συναφείς κατηγορίες. Ωστόσο, κανένα από αυτά τα μοντέλα δεν έχει λάβει επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση.
Τι είναι η επιτελική δυσλειτουργία;
Στους περισσότερους από εμάς είναι σύνηθες οι επιτελικές λειτουργίες να εμποδίζονται κατά περιόδους, κυρίως εξαιτίας τής κόπωσης, του στρες ή της ανίας. Για παράδειγμα, ένας εργαζόμενος γονιός με πολλές υποχρεώσεις, που πηγαινοφέρνει τα παιδιά του στο σχολείο και στις δραστηριότητές τους, μπορεί να δυσκολεύεται να τηρήσει τα χρονοδιαγράμματα και να ελέγξει τη συμπεριφορά του σε σύγκριση με έναν ενήλικα που έχει ένα πιο χαλαρό πρόγραμμα. Ωστόσο, όταν αυτό συμβαίνει συστηματικά, διαταράσσοντας σημαντικά την καθημερινή λειτουργικότητα του ατόμου, τότε γίνεται λόγος για επιτελική (ή εκτελεστική) δυσλειτουργία. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε δυσκολίες, ελλείμματα ή αδυναμίες στις επιτελικές λειτουργίες, με αποτέλεσμα να πλήττεται η δεξιότητα του ατόμου να διαχειρίζεται τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές του. Η επιτελική δυσλειτουργία δεν σχετίζεται με τη νοημοσύνη, οπότε μπορεί να παρουσιάζεται και σε άτομα με υψηλό IQ, δυσκολεύοντάς τα να εφαρμόζουν τις γνώσεις και τις ικανότητές τους. Τα άτομα με επιτελική δυσλειτουργία μπορεί, για παράδειγμα, να δυσκολεύονται να ιεραρχήσουν τις υποχρεώσεις τους, να οργανώσουν και να διαχειριστούν τον χώρο και τον χρόνο τους, να εφαρμόσουν ένα πρόγραμμα, να ακολουθήσουν οδηγίες, να διατηρήσουν τη συγκέντρωσή τους και να παραμείνουν στο καθήκον τους, να λάβουν αποφάσεις, να ανακαλέσουν πληροφορίες και λεπτομέρειες, να ρυθμίσουν τα συναισθήματά τους κ.λπ.
Πώς γίνεται η αξιολόγηση της επιτελικής δυσλειτουργίας;
Η αξιολόγηση της επιτελικής δυσλειτουργίας μάς βοηθά να εντοπίσουμε τους τομείς στους οποίους δυσκολεύεται ένα άτομο, όπως και τις δυνατότητές του, να σχεδιάσουμε την κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση για εκείνο και να επιλέξουμε την κατάλληλη εκπαιδευτική μέθοδο. Έχουν αναπτυχθεί διεθνώς και στη χώρα μας διάφορα νευροψυχολογικά εργαλεία τα οποία αξιολογούν το επίπεδο της επιτελικής δυσλειτουργίας. Τα εργαλεία αυτά στοχεύουν στη συλλογή δεδομένων από τα ίδια τα άτομα που αξιολογούνται, με τη χρήση προφορικών ή γραπτών δοκιμασιών, και είτε είναι αυτοσυμπληρούμενα είτε χορηγούνται από κάποιον ειδικό. Παράλληλα, ωστόσο, η συλλογή δεδομένων για τις επιτελικές λειτουργίες γίνεται και με τη χρήση εργαλείων που αξιολογούν τη συμπεριφορά ενός ατόμου όπως την παρατηρούν οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και άλλα πρόσωπα που το γνωρίζουν καλά. Σημαντική πηγή πληροφόρησης και λήψης δεδομένων αποτελούν επιπλέον το ιστορικό τού ατόμου, η κλινική συνέντευξη και οι ανέκδοτες αναφορές.
Ποια είναι τα αίτια και ποια η αντιμετώπιση της επιτελικής δυσλειτουργίας;
Δεν γνωρίζουμε ποια ακριβώς είναι τα αίτια της επιτελικής δυσλειτουργίας, αλλά φαίνεται να σχετίζονται με βλάβη ή αδυναμία τού προμετωπιαίου λοβού και των συνδεόμενων εγκεφαλικών περιοχών. Συνήθως, αποτελεί σύμπτωμα εγκεφαλικής βλάβης, όπως το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, ο εγκεφαλικός όγκος κ.λπ., νευρολογικών και νευροεκφυλιστικών παθήσεων, όπως η επιληψία, η άνοια κ.λπ., και ορισμένων ψυχιατρικών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη, οι αγχώδεις διαταραχές, το χρόνιο στρες, η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD), η Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, η σχιζοφρένεια, ο εθισμός στις ουσίες, οι διαταραχές ύπνου, η Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος, η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας, το σύνδρομο Tourette, οι μαθησιακές δυσκολίες (π.χ. η δυσλεξία) κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά, η επιτελική δυσλειτουργία δεν σχετίζεται απαραίτητα με κάποια υποκείμενη πάθηση, ενώ φαίνεται να έχει και γενετική συνιστώσα, οπότε ενδέχεται να είναι και κληρονομική.
Η θεραπεία τής επιτελικής δυσλειτουργίας εξαρτάται κάθε φορά από την αιτία που την προκαλεί, και μπορεί να περιλαμβάνει εργοθεραπεία, λογοθεραπεία, ειδική διαπαιδαγώγηση, Θεραπεία Εφαρμοσμένης Ανάλυσης Συμπεριφοράς (ΑΒΑ), Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ) και Εποπτική Διαχείριση Στόχων (Coaching), ενώ στους μαθητές είναι σημαντική και η συμβολή τού σχολικού εκπαιδευτικού συστήματος. Σε ορισμένες περιπτώσεις χορηγείται και φαρμακευτική αγωγή.
Συμπερασματικά, οι επιτελικές λειτουργίες είναι εξαιρετικά περίπλοκες γνωστικές διεργασίες, οι οποίες, μέσω του μηχανισμού τής αυτορρύθμισης και της αυτοοργάνωσης, διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στην εκτέλεση πολλών καθημερινών δραστηριοτήτων, την υγεία μας και την κοινωνική, ακαδημαϊκή και επαγγελματική μας εξέλιξη, καθορίζοντας το «πώς» και το «υπό ποιες συνθήκες» εκφράζεται η συμπεριφορά μας. Στην περίπτωση επιτελικής δυσλειτουργίας, εάν αυτή δεν εντοπιστεί και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, επέρχονται σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής των ατόμων, σε όλους τους τομείς τής λειτουργικότητας.