ΑΥΤΙΣΜΟΣ - ΠΡΩΙΜΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Γράφει η Κατερίνα Μάσχα, ΜΑ Ph.D., Παιδοψυχολόγος, Επιστημονικά Υπέυθυνη Ηλίανθου, Εξειδικευμένου Κέντρου Διάγνωσης και Αποκατάστασης Ατόμων με ΔΑΦ
- Ποια είναι τα πρώτα σημάδια που θα πρέπει να προβληματίσουν το γονέα ή τον εκπαιδευτικό;
- Το παιδί παρουσιάζει καθυστέρηση λόγου ή υποστροφή της ομιλίας που είχε αρχικά αναπτυχθεί. Δεν ακολουθεί τις οδηγίες των γονέων δείχνοντας να µην κατανοεί τι του ζητούν και δεν προσπαθεί να επικοινωνήσει λεκτικά ή έστω µη λεκτικά αυτό που επιθυμεί.
- Το παιδί δεν ανταποκρίνεται στο όνομα του, δεν αναζητά ή δεν ανταποκρίνεται στο βλέµµα του γονέα ή του εκπαιδευτικού, δεν χρησιμοποιεί χειρονομίες: για να δείξει, για να ‘µοιραστεί’ ή να ‘σχολιάσει’ κάτι ενδιαφέρον που θα του τραβήξει την προσοχή, π.χ., ένα σκυλάκι που περνάει στο δρόµο. Δεν δείχνει ενδιαφέρον για συνοµήλικα παιδιά και γενικότερα, εκδηλώνει µειωµένο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους. Το παιχνίδι του µπορεί να είναι φτωχό και επαναλαµβανόµενο, δίνοντας έµφαση στην επανάληψη συγκεκριµένων κινήσεων ή τοποθέτηση αντικειµένων αποκλειστικά µε συγκεκριµένο τρόπο. Η συµβολική χρήση των παιχνιδιών µέσα από µία δραστηριότητα που έχει νόηµα, για παράδειγµα, προσποιούµαι πως ανακατεύω στην κατσαρόλα µου όπως κάνει η µαµά, µπορεί να απουσιάζει ή να είναι περιορισµένη.
- Το παιδί µπορεί να κάνει επαναλαµβανόµενες κινήσεις (π.χ., φτερουγίσµατα µε τα χέρια) ή να παράγει ήχους χωρίς σαφή επικοινωνιακό χαρακτήρα, ή να δείχνει ιδιαίτερο και αποκλειστικό ενδιαφέρον µόνο για συγκεκριµένα θέµατα ή αντικείµενα, για παράδειγµα, για το νερό, τις µάρκες αυτοκινήτων, τους δεινόσαυρους.
- Πιθανή υποευαισθησία ή υπερευαισθησία σε αισθητηριακά ερεθίσµατα: απτικά ερεθίσµατα, ήχους, µυρωδιές. Για παράδειγµα, το παιδί µπορεί να αναζητά συγκεκριµένα ερεθίσµατα ή συγκεκριµένης έντασης ερεθίσµατα: ακούσµατα, οσµές , κλπ. ή να µην αντέχει συγκεκριµένους θορύβους, το άγγιγµα άλλων ανθρώπων, την αίσθηση συγκεκριµένων υλικών, ή να προτιµά λίγα και συγκεκριµένα φαγητά.
- Η ύπαρξη κάποιων από τις παραπάνω αναφερόµενες δυσκολίες δεν σηµαίνει πως το παιδί έχει υποχρεωτικά αυτισµό. Αν, όµως, έχουν παρατηρηθεί κάποια από τα προαναφερόµενα, ή υπάρχει γενικότερα προβληµατισµός σχετικά µε την ανάπτυξη του παιδιού, είναι σηµαντικό να ξεκινήσει η διαδικασία διερεύνησης των συγκεκριµένων δυσκολιών, σε όσο το δυνατόν µικρότερη ηλικία, ώστε να εντοπισθεί η φύση της δυσκολίας και να αντιµετωπισθεί κατάλληλα ή να αποκλεισθεί.
- Σε τι ηλικία µπορεί να γίνει µία διάγνωση;
Σήµερα είναι γνωστό ότι η διάγνωση του αυτισµού µπορεί να γίνει µε ασφάλεια σε πολύ µικρή ηλικία, από 14 µηνών και µετά. Συχνά, η διερεύνηση των παρατηρούµενων δυσκολιών ξεκινά λίγο µετά το δεύτερο έτος της ηλικίας ενώ τα περισσότερα παιδιά παίρνουν επίσηµα διάγνωση στην ηλικία των 4-6 ετών. Σε κάθε περίπτωση, είναι σηµαντικό να εντοπισθούν έγκαιρα οι δυσκολίες και να ξεκινήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα η ενδεικνυόµενη παρέµβαση, ιδανικά πριν τα 3 χρόνια της ζωής ακόµη και αν υπάρχει υπόνοια για άλλη αναπτυξιακή διαταραχή πέραν αυτής του αυτιστικού φάσµατος.
- Πόσο χρόνο παίρνει και ποια είναι η διαδικασία;
Είναι σηµαντικό η διάγνωση και η αξιολόγηση του παιδιού να γίνεται στο πλαίσιο διεπιστηµονικής οµάδας µε εµπειρία στον αυτισµό. Στην ειδική οµάδα είναι σηµαντικό να συµµετέχουν ένας γιατρός (παιδοψυχίατρος, αναπτυξιολόγος ή παιδονευρολόγος) ψυχολόγος, λογοθεραπευτής, εργοθεραπευτής. Δεν υπάρχει συγκεκριµένο διαγνωστικό- ιατρικό τεστ για τον αυτισµό, που από µόνο του να καταλήγει σε διάγνωση. Η διάγνωση είναι κλινική και βασίζεται στις πληροφορίες που παίρνει ο ειδικός από το γονέα για το αναπτυξιακό ιστορικό του παιδιού, σε συνδυασµό µε την κλινική παρατήρηση και εξέταση του παιδιού. Υπάρχουν κλινικές δοκιµασίες και εργαλεία τα οποία χρησιµοποιούνται για την υποστήριξη της διαγνωστικής διαδικασίας και την ανάδειξη των τυχόν δυσκολιών σε συγκεκριµένους τοµείς της ανάπτυξης. Σηµαντική είναι επίσης η εικόνα του παιδιού σε άλλα πλαίσια ένταξης, όπως για παράδειγµα στο σχολείο ή στον παιδικό σταθµό, από όπου είναι πολύ χρήσιµο να αναζητούνται οι σχετικές πληροφορίες. Η διάρκεια της διαγνωστικής διαδικασίας εξαρτάται από τη διαθεσιµότητα των ραντεβού , τον αναγκαίο αριθµό αξιολογήσεων και τη συνολική εικόνα των δυσκολιών του παιδιού. Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ένας ελάχιστος χρόνος τουλάχιστον 2-3 εβδοµάδων προκειµένου να ολοκληρωθεί η διαγνωστική διαδικασία µέσα στη διεπιστηµονική οµάδα, ο οποίος δυνητικά θα µπορούσε να είναι και µακρύτερος.
- Γιατί είναι σηµαντική η πρώιµη διάγνωση;
Η έγκαιρη διάγνωση του παιδιού βοηθάει τους γονείς να έχουν καλύτερη κατανόηση και αποδοχή των δυσκολιών αλλά και των δυνατοτήτων του παιδιού, καθώς και του τρόπου που µπορούν οι ίδιοι να αλληλοεπιδράσουν, να παίξουν, και να επικοινωνήσουν µαζί του. Συνειδητοποιούν πως δεν φταίνε οι ίδιοι για τυχόν αποκλίσεις στην συµπεριφορά του από αυτό που θεωρείται φυσιολογικό για ένα παιδί στην ηλικία του, µπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώµατά του και να εντάξουν έγκαιρα το παιδί σε ένα πρόγραµµα παρέµβασης που να ταιριάζει στο ίδιο και την οικογένειά τους.
Η έγκαιρη ένταξη σε ένα πρόγραµµα παρέµβασης είναι ιδιαίτερη σηµασίας δεδοµένου ότι πλειάδα ερευνητικών δεδοµένων έχει δείξει πως η πρώιµη εντατική παρέµβαση είναι πολύ σηµαντική για την µετέπειτα ανάπτυξη ενός παιδιού µε αυτισµό. Μέχρι την ηλικία των 3 ετών ο εγκέφαλος των παιδιών παρουσιάζει αξιοσηµείωτη πλαστικότητα που ευνοεί τη βελτίωση της λειτουργικότητας σε τοµείς που υπολείπονται και την εξέλιξη της ανάπτυξης, εφόσον εφαρµοσθεί η κατάλληλη παρέµβαση. Επιπλέον σε µικρή ηλικία είναι πιο εύκολο να παρέµβουµε σε προβλήµατα συµπεριφοράς που δεν έχουν ακόµη εδραιωθεί, αλλά και να δοθεί στο παιδί η δυνατότητα να "χτίσει” αναπτυξιακά τις βάσεις που χρειάζεται για την επικοινωνία και την αλληλοεπίδρασή του µε το κοινωνικό περιβάλλον.