ΠΡΟΛΗΨΗ ΑΤΥΧΗΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΚΑΙ ΕΦΗΒΩΝ ΜΕ ΔΑΦ ΣΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΔΙΑΒΙΩΣΗΣ
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσούκας, Εισηγητής σεμιναρίων εκπαίδευσης στην πρόληψη και στην παροχή πρώτων βοηθειών σε περιβάλλον ειδικής αγωγής & ψυχικής υγείας, Επιστημονικά Υπεύθυνος Οικοτροφείου "Αθηνά", ΠΕΨΑΕΕ
1. Πόσο συχνά και ποια είναι τα ατυχήματα που εκδηλώνονται στο οικείο περιβάλλον διαβίωσης;
Τα ατυχήματα αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου σε παιδιά ηλικίας 1-14 ετών, συνιστώντας ένα παγκόσμιο πρόβλημα δημόσιας υγείας. Τα άτομα με αναπτυξιακές διαταραχές παρουσιάζουν 2-3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εκδήλωσης τραυματισμού που χρήζει ιατρικής βοήθειας σε σχέση με τον νευροτυπικό πληθυσμό, με σχετική επικράτηση κυρίως των εφήβων (14-17 ετών) έναντι νεαρότερων ηλικιών και συχνότερα των αγοριών. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περιπτώσεις ατόμων με νοητική υστέρηση ο κίνδυνος εμφάνισης συμβάντος δηλητηρίασης σχεδόν τετραπλασιάζεται.
Το 60-70% των ατυχημάτων συμβαίνουν μέσα στα σπίτια, με σχεδόν το 90% αυτών να αποτελούν ακούσιες περιπτώσεις. Ο πνιγμός συνιστά το συχνότερα παρατηρούμενο ατύχημα και στη συνέχεια ακολουθούν, κατά σειρά συχνότητας, οι πτώσεις, τα εγκαύματα και οι δηλητηριάσεις. Τα ατυχήματα δεν απειλούν πάντα και ακαριαία τη ζωή του πάσχοντα, αλλά μπορεί να επιβαρύνουν σοβαρά και μακροχρόνια, την υγεία και την ποιότητα της ζωής του.
Για κάθε τραυματισμένο παιδί που χάνει τη ζωή του, υπάρχουν χιλιάδες άλλα παιδιά που θα οδηγηθούν σε σοβαρές νοσηλείες ή και σε αναπηρία από κάποιο ατύχημα. Συνεπώς, οι ενέργειες πρόληψης για να αποτραπούν αλλά και η παροχή πρώτων βοηθειών, μετά από την εκδήλωση ενός συμβάντος, διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο τόσο για την επιβίωση όσο και την πρόγνωση της αποκατάστασης του ατόμου.
2. Μπορεί να κάνει κάτι ο γονέας ή ο φροντιστής ώστε να αποτρέψει τα ατυχήματα;
Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αποτραπούν τα ατυχήματα είναι η αλλαγή της διαδεδομένης και λανθασμένης αντίληψης πως αυτά αποτελούν ένα τυχαίο γεγονός που δεν μπορεί να αποφευχθεί. Μπορεί μεν τα ατυχήματα να δείχνουν στατιστικά μία «προτίμηση» στο φύλο, την ηλικία και τα χαρακτηριστικά των ατόμων, αλλά η λήψη των κατάλληλων μέτρων πρόληψης στο περιβάλλον διαβίωσης είναι εκείνη που μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης τους, περιορίζοντας παράλληλα τις αρνητικές τους επιπτώσεις.
Επιπλέον, η ορθή στρατηγική πρόληψης βελτιώνει την ποιότητα ζωής του ατόμου, εξαλείφοντας περιορισμούς και γενικεύσεις συνδεόμενες με ένα ψευδές αίσθημα «ασφάλειας, όπως π.χ. η απαγόρευση κολύμβησης σε επιληπτικά άτομα, που συμβάλλουν καθοριστικά στην παγίωση διακρίσεων και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Τα ατυχήματα και ο κίνδυνος εκδήλωσης τους θα πρέπει να προσεγγίζονται εξατομικευμένα, με βάση τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες το γνωστικό επίπεδο και τις συμπεριφορές του συγκεκριμένου ατόμου και όχι τη χρονολογική του ηλικία. Για παράδειγμα, ένα παιχνίδι (ακόμη και ένα ρούχο) μπορεί μεν να απευθύνεται ηλικιακά στο παιδί αλλά να είναι πρακτικά ακατάλληλο έως και σοβαρά επικίνδυνο με βάση τις δεξιότητες και τις δυνατότητες, που τουλάχιστον στην παρούσα φάση έχει.
Ακόμη και το ίδιο το περιβάλλον διαβίωσης του ατόμου μπορεί να είναι περίπλοκο ή και ακατάλληλο για την λειτουργική του κατάσταση και να χρειάζεται κάποιες αναγκαίες τροποποιήσεις ή προσαρμογές, όπως π.χ. διαφορετική ταξινόμηση επίπλων, οργάνωση αντικειμένων, τοποθέτηση προστατευτικών στα δάπεδα των χώρων δραστηριοποίησης ενός επιληπτικού ατόμου για την πρόληψη τραυματισμού από πτώσεις, κλπ.
Υπάρχουν βέβαια και αρκετοί γενικοί πρακτικοί κανόνες πρόληψης που θα πρέπει να ακολουθούμε και να εφαρμόζουμε και απευθύνονται στην πλειοψηφία των ατόμων, όπως:
- Όταν χρειάζεται να εποπτεύσουμε το άτομο η επίβλεψη μας θα πρέπει να είναι ενεργητική, διατηρώντας βλεμματική και ακουστική επαφή μαζί του.
- Ταξινομούμε και οργανώνουμε τα αντικείμενα (μικρά, αιχμηρά, εξαρτήματα, τρόφιμα) του σπιτιού και αποφασίζουμε για τη δυνατότητα και τον βαθμό πρόσβασης σε αυτά ανάλογα με τις ανάγκες, τις ικανότητες και τη φάση στην οποία βρισκόμαστε αμφίδρομα (π.χ. ο φροντιστής δεν έχει την δυνατότητα επίβλεψης ή το άτομο έχει εκδηλώσει κάποια συμπεριφορά υψηλού κινδύνου που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή αυτήν την περίοδο κλπ).
- Χρησιμοποιούμε προστατευτικά καλύμματα σε πρίζες, ασφάλειες σε ντουλάπια και παράθυρα, όπου ή αν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
- Καλύπτουμε τις εστίες και προστατεύουμε τις θερμαντικές πηγές για την αποφυγή εγκαυμάτων. Κλείνουμε συμπληρωματικά τον κεντρικό διακόπτη στον πίνακα όταν δεν είναι σε χρήση η συσκευή, παρέχοντας επιπρόσθετη ασφάλεια και για πυρκαγιά.
- Τοποθετούμε τα φάρμακα σε σημείο που η πρόσβαση του ατόμου δεν είναι εφικτή ή είναι ελεγχόμενη. Αποφεύγουμε να χρησιμοποιήσουμε την ευχάριστη γεύση που μπορεί να έχει το φάρμακο ως κίνητρο για τη λήψη του.
- Τοποθετούμε τα απορρυπαντικά και τα καθαριστικά σε ασφαλείς, ελεγχόμενους χώρους και ντουλάπια. Τα προϊόντα θα πρέπει να έχουν πάντα τις εξωτερικές τους συσκευασίες ή ετικέτες και αυτές να ταυτίζονται με το περιεχόμενο που αναγράφουν. Αποφεύγουμε κρεμοσάπουνα και προϊόντα που περιέχουν μυρωδιές φρούτων και συστατικά που παραπέμπουν σε τροφές και ευνοούν την κατάποση τους, ειδικά σε περιπτώσεις ατόμων που είναι επιρρεπή σε τέτοιες συμπεριφορές ή έχουν ιστορικό δηλητηριάσεων.
- Αποφεύγουμε να επισκεφθούμε περιοχές και χώρους που δεν γνωρίζουμε αν είναι ασφαλείς ή τι υπηρεσίες διαθέτουν. Είναι επίσης σημαντικό να έχουμε πάντα ένα πλάνο για έκτακτες καταστάσεις, ειδικά σε περιπτώσεις που βρισκόμαστε σε ένα καινούριο περιβάλλον (π.χ. πρόσβαση και τρόπος διαφυγής, ειδικά για άτομα με κινητικά προβλήματα, ποιος επιβλέπει, ποιος καλεί βοήθεια κλπ).
- Οι γονείς και οι φροντιστές ατόμων χωρίς τη δυνατότητα λεκτικής επικοινωνίας θα ήταν σκόπιμο να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους για να βοηθήσουν τα άτομα να επικοινωνήσουν σε μία συνθήκη υψηλού κινδύνου, εκπαιδεύοντας τα στη χρήση μίας σφυρίχτρας, ή κουδουνιού ή κάποιου συναγερμού.
Σε κάθε περίπτωση, είναι η προσπάθεια εκπαίδευσης του ατόμου σε νέες δεξιότητες, και όχι η υπερπροστασία μας, εκείνη που θα διαμορφώσει και θα εξασφαλίσει μία κατά το δυνατόν λειτουργική και τελικά προστατευτική καθημερινότητα, με λιγότερα ή λιγότερο σοβαρά ατυχήματα.
Για το λόγο είναι πολύ σημαντική και απαραίτητη η εκπαίδευση των γονέων και των φροντιστών όσον αφορά στην πρόληψη ατυχημάτων και την κατάλληλη παροχή πρώτων βοηθειών.