Βραβείο 2021

Βραβείο 2022

Στρατηγικός συνεργάτης

Υποστηρικτές Επικοινωνίας


Γράφει η Τζένη Καργιαλίδη, Ψυχολόγος
Συναίσθημα είναι η υποκειμενική σχέση μεταξύ ατόμου και γεγονότος. Είναι το αίσθημα με το οποίο οι άνθρωποι αντιδρούν στις συνθήκες της ζωής ή σε μια εμπειρία. Το συναίσθημα αποτελεί ένα είδος περίπλοκης διαδικασίας που περιλαμβάνει ένα ερέθισμα από το άμεσο περιβάλλον το οποίο υπόκειται σε μία διαδικασία αντίληψης, ενώ ακολουθεί η βίωση του συναισθήματος, η οποία με τη σειρά της ευθύνεται για την εκδήλωση κάποιας συμπεριφοράς. Τα συναισθήματα αποτελούνται από τρία τουλάχιστον συστατικά: την αίσθηση του συναισθήματος στο σώμα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά.
Τα συναισθήματα διακρίνονται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Πρωτογενή συναισθήματα θεωρούνται συνήθως η χαρά, η έκπληξη, ο φόβος, ο θυμός, η λύπη, η αηδία/αποστροφή και η περιφρόνηση. Δευτερογενή συναισθήματα συνήθως θεωρούνται η περηφάνια, η ντροπή, ενοχή, η ζήλεια και η αμηχανία. Τα δευτερογενή συναισθήματα προκύπτουν από τη σύνθεση δύο ή περισσότερων πρωτογενών. Έτσι για παράδειγμα η ζήλεια ως δευτερογενές συναίσθημα αποτελείται συνήθως από θυμό και φόβο ή από θυμό, φόβο και λύπη.
Όπως η ανθρώπινη ανάπτυξη εν γένει, έτσι και η συναισθηματική ανάπτυξη είναι ενιαία. Η ανάπτυξη του συναισθήματος συσχετίζεται άμεσα με το εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο. Το συναίσθημα και η αντίληψη είναι επίσης άρρηκτα συνδεδεμένα και αλληλεπιδρούν αμφίδρομα. Η γνωστική ανάπτυξη «επηρεάζει» τη συναισθηματική ανάπτυξη και αντίστοιχα είναι πολύ σημαντική η επίδραση που ασκούν τα συναισθήματα και η συναισθηματική ανάπτυξη στην αντίληψη. Το συναίσθημα βασίζεται στην αντίληψη αλλά και η συναισθηματικές εμπειρίες επηρεάζουν με τη σειρά τους την αντίληψή μας.
Ο άνθρωπος φέρει εγγενώς την ικανότητα να εκφράζει με μη λεκτικό τρόπο τα βασικά συναισθήματα. Αν και οι εκφράσεις των συναισθημάτων είναι καθολικές και οικουμενικές ο βαθμός της εκφραστικότητάς τους ποικίλει ανάλογα με το πολιτισμικό πλαίσιο.
Δεξιότητες:
Τα συναισθήματα παίζουν ρόλο στην καθοδήγηση, την κατεύθυνση, την ενίσχυση και το συντονισμό της συμπεριφοράς του ατόμου. Είναι λειτουργικά με την έννοια ότι βοηθούν το άτομο να απευθύνει ή να ξεπερνάει τα προβλήματά του. Για παράδειγμα, βλέπουμε έναν άγριο σκύλο, αισθανόμαστε φόβο και απομακρυνόμαστε από αυτόν. Ο φόβος σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί προστατευτικά.
Επίσης είναι σημαντικά για την κοινωνική συμβίωση διότι μας βοηθούν να διαμορφώνουμε και να διατηρούμε υγιείς κοινωνικές σχέσεις. Τέλος η συναισθηματική εμπλοκή παίζει καίριο ρόλο στην μάθηση. Είναι περισσότερο πιθανό να μάθουμε αποτελεσματικά μία νέα δεξιότητα όταν μας αρέσει αυτό που κάνουμε και έχουμε κίνητρο.
Η ανάπτυξη δεξιοτήτων σχετικά με τα συναισθήματα μας βοηθά να κατανοούμε σκέψεις και συναισθήματα και κατ’ επέκταση να επικοινωνούμε, να εκφραζόμαστε και να δρούμε κατάλληλα. Με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται η αυτοπεποίθηση και προωθείται η επιτυχία στο σχολείο και τη εργασία, το χτίσιμο φιλιών, η επίλυση προβλημάτων, η ρύθμιση του άγχους, η λήψη κατάλληλων αποφάσεων και η υγιής εικόνα εαυτού.
Το ερώτημα σχετικά με τη συναισθηματική δυσκολία των ατόμων με ΔΑΦ είναι ένα επίμαχο, αμφιλεγόμενο ζήτημα και συχνά αποτελεί αίτιο αντιπαράθεσης. Πολλές περιγραφές επί του θέματος περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι τα παιδιά με αυτισμό είναι «αποσυρμένα», «απόμακρα» και δεν μπορούν να συνδεθούν με άλλους ανθρώπους. Ωστόσο η σύγχρονη έρευνα και θεωρία βλέπει το θέμα κυρίως ως δευτερογενές, ως συνέπεια δηλαδή άλλων πιο σοβαρών αναπτυξιακών και γνωστικών ελλειμμάτων. Είναι λοιπόν πλέον ξεκάθαρο ότι η συναισθηματική δυσκολία συχνά ακολουθεί των αναπτυξιακών δυσκολιών και είναι λογικό να υποθέτει κανείς ότι η αποτυχία στην κατανόηση της νοητικής κατάστασης των άλλων (αντίληψη, σκέψη, πρόθεση), για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους να φαίνονται μπερδεμένοι και φοβισμένοι και αυτό με τη σειρά του να οδηγεί σε απόσυρση και αποτυχία αλληλεπίδρασης με τους άλλους. Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε ότι τα άτομα με ΔΑΦ δεν στερούνται συναισθημάτων, ωστόσο δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν τα δικά τους συναισθήματα και των άλλων και κατ’ επέκταση να τα εκφράσουν με τρόπο που θα περίμενε κανείς, κοινωνικά και πολιτισμικά. Χρειάζεται και μπορούν λοιπόν να εκπαιδευτούν σε τέτοιου είδους δεξιότητες που δεν αναπτύσσουν εγγενώς και αυθόρμητα.
Μία πρώιμη δεξιότητα, το μοίρασμα της προσοχής αναδύεται φυσικά και αυθόρμητα κατά τη βρεφική ηλικία και αποτελεί βάση για την περαιτέρω συναισθηματική ανάπτυξη. Το μοίρασμα προσοχής (joint attention) αφορά το να μπορεί κανείς να εστιάζει εναλλάξ σε ένα πρόσωπο και ένα αντικείμενο/γεγονός αμοιβαίου ενδιαφέροντος με σκοπό το μοίρασμα του συναισθήματος που προκαλεί αυτό το αντικείμενο/γεγονός μεταξύ των ατόμων (π.χ. το παιδί δείχνει μια μπάλα που του αρέσει στο γονέα, κοιτάζει μία την μπάλα μία την αντίδραση του γονέα για την μπάλα, αντίστοιχα και ο γονέας, κοιτάζει την μπάλα και το παιδί, αλληλεπιδρούν και μοιράζονται τη χαρά). Τα παιδιά με αυτισμό δεν κοιτούν φυσικά και αυθόρμητα όπου οι άλλοι κοιτούν ή δείχνουν και δεν κοιτούν αντικείμενα που τους δείχνουν. Το γεγονός ότι δεν το κάνουν αυτό, σχετίζεται με το έλλειμμα που παρουσιάζουν για συναισθηματική εμπλοκή στις πράξεις των άλλων, κάτι που παίζει επίσης σημαντικό ρόλο στην εκμάθηση δεξιοτήτων και ειδικά δεξιοτήτων επικοινωνίας. Με τον ίδιο τρόπο τα παιδιά με αυτισμό δεν εκδηλώνουν αυθόρμητα το δείξιμο ή δεν τραβούν την προσοχή των άλλων, παρά μόνο για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες.
Επίσης τα άτομα με αυτισμό παρουσιάζουν δυσκολία στο να δουν και να κατανοήσουν τη συνολική εικόνα της συναισθηματικής έκφρασης και επομένως δεν μπορούν να ταιριάξουν εκφράσεις προσώπου με κατάλληλες στάσεις σώματος, χειρονομίες, τόνους φωνής ή συνθήκες. Από την άλλη οι χειρονομίες που χρησιμοποιούν περιορίζονται στις απόλυτα απαραίτητες και λειτουργικές για αυτά (π.χ. δείχνω κάτι που θέλω, διώχνω κάποιον τεντώνοντας το χέρι). Επίσης δεν εκδηλώνουν αυθόρμητα συμπόνια και παρηγοριά προς τους άλλους.